- δερματομυκητίαση
- η ασθένεια του δέρματος που προκαλείται από τους μύκητες δερματόφυτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δερματομυκητίαση — Κάθε δερματική μυκητιασική λοίμωξη. Συνήθως προσβάλλει υγρά σημεία που καλύπτονται από ρούχα, όπως είναι ο βουβώνας. * * * η παρασιτική νόσος τού δέρματος που οφείλεται σε μύκητες … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
δερματοφυτία — η η δερματομυκητίαση … Dictionary of Greek
μικροσπορία — η ιατρ. επιφανειακή δερματομυκητίαση τού τριχωτού τής κεφαλής ή τού σώματος, που οφείλεται σε διάφορα είδη τού μύκητα μικρόσπορου, παρασίτου τού ανθρώπου και τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. microsporia (βλ. μικρ[ο] )] … Dictionary of Greek
χαλαρίαση — η, Ν ιατρ. σπάνια δερματομυκητίαση που προκαλείται στον οργανισμό από τον μύκητα Chalara pyogenes. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαρός + κατάλ. ίαση*] … Dictionary of Greek